αρματωλίκι

αρματωλίκι
το
βλ. αρματολίκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρματολός — και αρματωλός, ο ένοπλος χριστιανός στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. αρματολός < *αρματο λόγος «αυτός που ασχολείται με τα άρματα», με σίγηση του ενδοφωνηεντικού γ . Η άποψη πως το αμαρτωλός (με ω ) προήλθε από συμφυρμό των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”